- μοναγρία
- μον-αγρία, ἡ, u. μον-άγριον, τό, einsames Landgut
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μοναγρίᾳ — μοναγρίᾱͅ , μοναγρία solitary field fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναγρία — μοναγρία, ἡ (Α) απομονωμένος αγρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + αγρία (< αγριος < ἄγριος), πρβλ. θηρ αγρία] … Dictionary of Greek
μοναγρίας — μοναγρίᾱς , μοναγρία solitary field fem acc pl μοναγρίᾱς , μοναγρία solitary field fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναγρίαις — μοναγρία solitary field fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάγριον — μονάγριον, τὸ (Α) [μοναγρία] μοναγρία* … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek